- προαγωγή
- η, ΝΜΑ [προάγω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος»)νεοελλ.1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία, προβιβασμός («αυτόν τον καιρό μελετάται η προαγωγή αρκετών υπαλλήλων»)2. (για μαθητές) η προώθηση σε ανώτερη τάξη3. προαγωγεία, μαστροπεία4. στρ. η άνοδος βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον αμέσως ανώτερο βαθμό τής στρατιωτικής ιεραρχίαςαρχ.1. το να οδηγεί κανείς κάτι προς τα εμπρός2. υψηλή πολιτική ή κοινωνική θέση («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῑς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», Πολ.)3. ευημερία, ευδαιμονία4. προτίμηση5. φρ. «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῡμαι» — προάγω.
Dictionary of Greek. 2013.